19.9.12

η κοινωνια του φςηςπμουκ

γαμω την κοινωνια.. του facebook

5.4.11

13.12.09

Ο Ονγουας σηκωνεται ορθιος, χτυπαει τα χερια του και αρχιζει να μιλαει. Αφηγειται μια ιστορια απο κυνηγι καμηλοπαρδαλης- απο τις αγαπημενες του. Το καταλαβαινω παρα το γεγονος οτι η διερμηνεας μου δεν βρισκεται διπλα μου. Το καταλαβαινω επειδη ο Ονγουας, οπως πολλοι Χατζα αλλωστε, ειναι εξαιρετικα παραστατικος. Στον καταυλισμο του Ονγουας δεν υπαρχουν τηλεορασεις, βιβλια και επιτραπεζια παιχνιδια. Ψυχαγωγια, ομως, υπαρχει. Οι γυναικες λενε τραγουδια και οι αντρες ιστοριες διπλα στη φωτια.
Οταν υποδυεται την καμηλοπαρδαλη, ο Ονγουας τεντωνει το λαιμο του και πεφτει στα τεσσερα. Οταν υποδυεται τον εαυτο του, πηδαει, σκυβει και παριστανει οτι τεντωνει ενα τοξο. Βελη σφυριζουν. Ζωα μουγκριζουν. Τα παιδια τρεχουν και παιρνουν θεση γυρω απο τη φωτια, ακουγοντας με προσηλωση' αυτο ειναι το σχολειο τους. Η ιστορια τελειωνει με μια νεκρη καμηλοπαρδαλη- και με ενα ερωτημα που απαιτει την αποκριση του κοινου.
"Ειμαι αντρας;" ρωτα ο Ονγουας, ανοιγοντας τα χερια του.
"Ναι!" φωναζει η ομαδα. "Εισαι αντρας!"
"Ειμαι αντρας; " ξαναρωτα ο Ονγουας, πιο δυνατα.
"Ναι!" φωναζει η ομαδα δυνατοτερα. "Εισαι αντρας!"


αποσπασμα απο National Geographic

7.12.09


υποχρεωσεις το πρωι ταπογιομα δουλειες
μην εχεις χρονο ρε παιδιμ να μασουμε ελιες
δε με πειραζει μαναμ για τις ελιες εφετο
μοναχα για το θηλυκο που δε θα φαει κουφετο

ελα κατεργαρακο πιασε το λιοπανο
κι ασε ραβδι και τεμπλα να κανουνε δουλεια
στη μηχανη της συλλογης βαλε τις κλαρες πανω
και τον καρπο τον θρυλικο θα λαβεις την ελια







30.11.09

Σταῦρος Καραμανιώλας
«Δουλειά, τραγούδι καὶ φαῒ κι ὅλος ὁ κόσμος ἂς καεῖ»



«Ἅμα δὲν ἔχεις ταλαιπωρηθεῖ, ἅμα δὲν ἔχεις πονέσει, ἅμα δὲν ἔχεις παρελθόν, πῶς θὰ γράψεις; Τὰ πάθη μου καὶ τὰ βάσανά μου γράφω. Ἔχω περάσει φτώχιες, πεῖνες, κατοχές, πολέμους. Πῶς ζῶ ἀπορῶ. Ἄντεξα ὅμως».

Σταῦρος Καραμανιώλας, 99 ἐτῶν ἀπὸ τὸ Καζαβίτι τῆς Θάσου. Καπνεργάτης τὰ περισσότερα χρόνια στὴν Καβάλα. Ἀλλὰ καὶ περιστασιακὰ ἀσχολούμενος μὲ κτήματα, ψαράς, καλαθοποιός, ἐξορυκτὴς κάρβουνου, χοροδιδάσκαλος. Τὸ χάρισμά του, ἡ πηγαία ἔμπνευση στίχων ἀπὸ ἔφηβος κι ἂς πῆγε μόνο ἕως Τετάρτη Δημοτικοῦ.

«Ἐγὼ φτωχὸς γεννήθηκα μὲς στῆς σκλαβιᾶς τὰ χρόνια / καὶ νηστικὸς κοιμήθηκα μὲς στὰ βουνὰ τὰ χιόνια / πέρασα μπόρες καὶ βροχὲς καὶ δυνατοὺς ἀνέμους / δυὸ μεγάλες κατοχὲς καὶ δυὸ φριχτοὺς πολέμους. / Σκέφτομαι καὶ ἀπορῶ πῶς ζεῖς βρὲ Καρμανιώλα / τόσα δεινὰ ποὺ τράβηξες νὰ τ᾿ ἀντέξεις ὅλα / μὰ ἂν ἔχεις δίπλα τὸ Θεὸ κανένα μὴ φοβᾶσαι / κάνεις τὴν προσευχούλα σου καὶ ἥσυχος κοιμᾶσαι».

Πρὶν κάποια χρόνια ἡ γνωριμία καὶ μετέπειτα σταθερὴ φιλία μὲ τὸν τραγουδοποιὸ Ἀργύρη Μπακιρτζῆ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν κατὰ καιροὺς στιιχουργικὴ συμμετοχή του σὲ δίσκους τῶν «Χειμερινῶν Κολυμβητῶν» («Δὲν εἶναι φίλε ἴδιες ὅλες οἱ γυναῖκες», «Οἱ δακοκτόνοι», «Ὁ ποδηλατιστής», «Ὁ βίος μου») ἀλλὰ καί...τραγουδιστικὰ σὲ μερικὲς συναυλίες τους.

Τὸν συναντήσαμε στὸ σπιτάκι τοῦ στὸ χωριὸς Πρῖνος τῆς Θάσου. Λεπτοκαμωμένος, ἀειθαλής, λαλίστατος, μὲ τὰ στιχάκια στὰ χείλη συνεχῶς. Ὁ μπαξές του ἡ καθημερινή του ἀπασχόληση, ἐνίοτε καὶ τὸ μπουζουκάκι του. Ἡ 82χρoνη συμβία του, ἡ κυρία Καλλιόπη, τὸν φροντίζει σὰν τὰ μάτια της.

- Πότε πρωτόφτιαξες στίχους;

«Ὅταν πῆρα τὸ πρῶτο μου ποδήλατο περίπου 16 χρονῶν. Δούλευα ἀπὸ δέκα χρονῶν σὲ καπνομάγαζο στὴν Καβάλα. Μάζευα δραχμὴ-δραχμὴ στὸν κουμπαρᾶ καὶ τὸ πῆρα. Ἐνθουσιασμένος ἔγραψα τὸ πρῶτο μου τραγούδι: «Ἔχω ποδήλατο καλό / ὅπου κι ἂν θέλεις πάει / ἂν πεῖς κι ὁ ποδηλατιστὴς / σὰν τὸ πουλὶ πετάει». Φτώχεια καὶ δουλειά. Πέρα ἀπὸ τὰ καπνὰ φρόντιζα τὶς ἐλιές, ἔσκαβα ἀμπέλια στὸ νησί. Ἔβγαζα κάρβουνα. Ὀκάδες νὰ δοῦν τὰ μάτια σου. Ἔφτιαχνα καλάθια γαλόνια, νταμιτζάνες. Πιάνανε τὰ χέρια μου».

- Τί χρειάζεται γιὰ νὰ τὰ βγάλει πέρα ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωή;

«Δουλειὰ κι ὑπομονή. Δουλειὰ καὶ νὰ μὴν ἀπογοητεύεται. Ἔχω τραβήξει περιπέτειες καὶ δυσκολίες. Πέρασαν Βούλγαροι, Τοῦρκοι, Γερμανοί, Ἰταλοί. Πόλεμοι, κατοχές, πείνα. Νὰ τρῷς βελανίδια, ξυλοκέρατα, μπομπότα».

-Στὰ νιάτα σου λὲς στὸ «βίο» σου πὼς ἤσουν μαγκάκι.

«Ἤμουν ὀμορφόπαιδο. Ῥεμπετάκι. Στὴν Καβάλα, εἶχα ἑβραιοποῦλες γκόμενες τότε ποὺ δὲν μποροῦσε κανένας νὰ πιάσει. Μ᾿ ἀγαποῦσαν, ἤμουν καλός. Εἶχα καὶ μία ἐλιὰ ἐδῶ στὸ πρόσωπο. Ἤμουν ντροπαλὸ παιδί, ἀλλὰ ἕνας ταξιτζῆς, ποὺ τὸν βοηθοῦσα στὰ ἀγώγια ὅταν σχολοῦσα, μὲ ξεθάρεψε. Ὅ,ποια περνοῦσε τῆς ἔλεγα στιχάκια. Εἶχα πάρει ἕνα μπουζούκι καὶ τὸ γραντζούναγα... Ἤμουν χοροδιδάσκαλος ἕνα διάστημα. Τανγκό, βάλς, φὸξ-ἐγκλέρ. Ὑπῆρχαν κέντρα, μαγαζιὰ ὅπου πίναμε τὸ ποτό μας καὶ μαθαίναμε χορό. Σ᾿ αὐτὰ ἐπιτράπηκαν γυναῖκες μετὰ τὸ ῾34».

- Ἡ ζωὴ ἔχει περισσότερο πίκρες ἢ χαρές;

«Ἔχει καὶ πίκρες καὶ χαρές. Πέρασα πάρα πολλά. Ἔφτασε στιγμὴ νὰ παρακαλάω νὰ πεθάνω. Ὅταν γύρισα ἀπὸ τὴν Ἀλβανία ἤμουν μὲ κρυοπαγήματα ἕξι μῆνες στὸ στρῶμα. Τὸ πόδι μου τόσο. Μονάχος μου θεραπεύτηκα. Τρεῖς φορὲς γλίτωσα ἀπὸ τὸ θάνατο στὸ πόλεμο. Ἡ προσευχὴ μὲ κράτησε. Ὅπως καὶ στὴν ἔμπνευση λέω ὅτι εἶναι «θεία χάρη» ἀφοῦ ἀγράμματος εἶμαι».

- Ὁ ἔρωτας εἶναι βάσανο ἢ χαρά;

«Τὰ ἔχει καὶ τὰ δυό. Ἔχει καὶ χαρὰ ἔχει καὶ ἀπογοήτευση. Ἀνάλογα πῶς θὰ τὸ πάρεις. Πολλοὶ καταστραφῆκαν ἀπὸ τὸν ἔρωτα, τὸ πήρανε κατάκαρδα. Ἐγὼ τὄπαιρνα καὶ ἐπιπόλαια. Δὲ βαριέσαι».

- Τὴ γυναῖκα σου πῶς τὴ γνώρισες ;

«Ἦταν γειτονάκι καὶ τὴ μάθαινα χορό, ταγκό, βάλς. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ γειτονάκια μ᾿ ἀγάπησε αὐτή. Κι ἦταν μικρή. Κλεφτήκαμε».

- Ἔχουν ἀλλάξει τὰ πράγματα ἀπὸ παλιά;

«Δὲν ἀλλάξαν ἀλλὰ χαλάσαν. Δὲν ὑπάρχει ἀλληλεγγύη. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι ἦταν πιὸ κοντά. Ἔκαναν βεγγέρες. Περνοῦσε ὅλο τὸ χωριὸ γιὰ μία γιορτὴ καὶ μὲ τὸ δίσκο σὲ κερνοῦσαν. Στὸ χωριό μου τὸ Καζαβίτι ἔφτιαχνες σπίτι καὶ δὲν ἀνησυχοῦσες. Μετὰ τὴν ἐκκλησιὰ τὴν Κυριακή, ὁ καθένας ἔπαιρνε τὸ ζῷο του, ἕνα γαιδουράκι ἢ ἕνα μουλάρι καὶ πήγαιναν νὰ φορτώσουν ὑλικά, ξύλα, κοκκινόχωμα γιὰ τὴ σκεπή. Βοηθοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἔτσι ἔγινε μὲ τὸ σπίτι μου τὸ ῾48. Αὐτὰ τελειώσανε. Κι ἄρχισαν οἱ ρουφιανιές...».

- Πῶς περνάει ἡ μέρα σου ἐδῶ;

« Ἔχω τὴ σύνταξή μου ἀλλὰ δὲν κάθομαι. Κατεβαίνω στὸ μπαξεδάκι μου. Ἡ δουλειὰ μὲ κρατάει. «Δουλειά, τραγούδι καὶ φαΐ / κι ὁ κόσμος ὅλος ἂς καεῖ». Ἔχω κρεμυδάκια, σπανάκια, σκόρδα, μαρούλια, δυόσμο, ντομάτες, πιπεριές, κολοκυθιές. Καὶ περνάει ἡ ὥρα».

- Τί κάνει καλὸ στὴν ὑγεία;

«Τὸ μαῦρο κρασὶ εἶναι φάρμακο. Γρίππη δὲν ξέρω τί σημαίνει. Εἶναι ἀντιγριππικό. Ἕνα-δυὸ ποτηράκια τὴν ἡμέρα. Μιὰ φορὰ ἤπια τέσσερα καὶ πηγαίνοντας στὸ κτῆμα ἔκανα ὀκτάρια. «Οἱ τρελοὶ καὶ οἱ μεθυσμένοι δὲν γνωρίζουν συμφορὲς / πάντα εἶναι εὐτυχισμένοι, ὅλο ἔχουνε χαρές». «Ἐγὼ πίνω κρασὶ δὲν πίνω κόκα-κόλα / κι ἂν τὸ ἀλλάξω μὴ μὲ ποῦν Σταῦρο Καραμανιώλα».

- Σὲ τρομάζει ὁ θάνατος;

«Εἶμαι ἕτοιμος γιὰ νὰ φύγω. «Προτοῦ νὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ / τὰ μάτια μου νὰ κλείσω / αὐτοὶ ποὺ μοῦ κάνανε κακὸ / θὲ νὰ τοὺς συγχωρήσω. / Μῖσος νὰ μὴν κουβαλάω / μέσ᾿ στὸ μνῆμα ποὺ θὰ πάω. / Κι ἀφοῦ ἀπὸ τὴν καρδούλα μου / ἔδιωξα ὅλα τὰ βάρη / τώρα ὁ χάρος ἂς ἔρθει νὰ μὲ πάρει». Θὰ φύγω ἐλεύθερος. Δὲν πείραξα κανένα, δὲν μίσησα κανένα ὅ,τι καὶ νὰ μοῦ κάνανε».

- Τὸ παράπονό σου;

«Ἔχω τόσα τραγούδια ποὺ κάθονται. Τἄχει καταγράψει ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς δυὸ κόρες μου. Θἄθελα κάποιοι καλοὶ συνθέτες νὰ τὰ μάθουν καὶ νὰ βάλουν μουσική. Θἄθελα νὰ προλάβω νὰ δῶ μία ἐπιλογὴ σ᾿ ἕνα βιβλίο».